Η πειρατεία στο Αιγαίο υπήρξε ένα από τα πιο διαδεδομένα φαινόμενα κατά την Τουρκοκρατία (15ος-19ος αιώνας), με τη Σάμο και τους Φούρνους να αποτελούν κομβικά σημεία για τη δράση των πειρατών.
Τα νησιά αυτά, με τη στρατηγική τους θέση ανάμεσα στη Μικρά Ασία και τις εμπορικές οδούς της Μεσογείου, έγιναν στόχοι επανειλημμένων επιδρομών.
Η πειρατεία, όμως, δεν ήταν απλώς ένα φαινόμενο καταστροφής αλλά και ένας παράγοντας που διαμόρφωσε τη ζωή, την πολιτική και την κοινωνία της περιοχής.
Από την κατάληψη των μικρασιατικών παραλίων και την έξοδο των Οθωμανών στο Αιγαίο το 1390, μέχρι την επικράτηση του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1537-1538, οι Τούρκοι αποτέλεσαν τους πιο επικίνδυνους πειρατές για τους Έλληνες.
Πολλοί από αυτούς κατάγονταν από τα παράλια της Μικράς Ασίας και εκμεταλλεύονταν τη γεωγραφία της περιοχής για να οργανώνουν επιδρομές.
Οι νησιώτες ανέπτυξαν συστήματα παρατηρητηρίων, γνωστά ως "βίγλες," για να εντοπίζουν πειρατικά πλοία.
Αν εντόπιζαν πλοία, άναβαν φωτιές τη νύχτα ή έστελναν καπνούς την ημέρα.
Ο αριθμός των φωτιών υποδήλωνε τη σοβαρότητα του κινδύνου, ενώ το σούρουπο οι κάτοικοι παρακολουθούσαν με αγωνία τις βίγλες. Μια καθαρή φωτιά σήμαινε ασφάλεια, ενώ πολλές φωτιές ήταν προειδοποίηση για επερχόμενο κίνδυνο.
Το 1475, η οικογένεια των Giustiniani, Γενουάτες διοικητές της Χίου, αποφάσισαν να μεταφέρουν πληθυσμούς από τη Σάμο και τα Ψαρά στη Χίο.
Οι κάτοικοι της Σάμου υπέφεραν για δεκαετίες από τις πειρατικές επιδρομές, που είχαν ως αποτέλεσμα την ερήμωση του νησιού. Μετά τα μέσα του 15ου αιώνα, η κατάσταση είχε γίνει τόσο ανυπόφορη, που οι Σαμιώτες συμφώνησαν στη μαζική μετεγκατάστασή τους.
Στρατηγικά τοποθετημένη, η Σάμος αποτελούσε κομβικό σημείο στη γραμμή Αιγύπτου – Μικράς Ασίας – Κωνσταντινούπολης, γεγονός που την έκανε ελκυστική για τους πειρατές.
Τα γειτονικά νησιά, όπως οι Φούρνοι, έγιναν ασφαλή καταφύγια για τις πειρατικές ομάδες, καθώς διέθεταν φυσικές κρυψώνες και ασφαλή λιμάνια για τον ανεφοδιασμό και την επισκευή των πλοίων τους.
Κατά τις αρχές του 16ου αιώνα, ο πειρατής Καρατορνούς, μαζί με τον αδερφό του διαβόητο επίσης πειρατή Καρακασάν, εξαπέλυσε επιθέσεις σε ολόκληρο το Αιγαίο.
Με 26 φούστες, λεηλάτησε τη Μύκονο και την Τήνο, απήγαγε εκατοντάδες ανθρώπους και παρεμπόδισε την τροφοδοσία της Κωνσταντινούπολης.
Παρόλο που ο σουλτάνος προσπάθησε να τον τιμωρήσει, ο Καρατορνούς είχε την προστασία του Κορκούδ, γιου του σουλτάνου, που επωφελούταν από τα κέρδη του.
Παράλληλα, οι αδελφοί Βαρβαρόσα, Arudj και Hezr (ο μετέπειτα Χαϊρεδδίν), ανέπτυξαν σημαντική πειρατική δράση ξεκινώντας από τη Μυτιλήνη. Με ορμητήριο την Τύνιδα, επεκτάθηκαν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, καταλαμβάνοντας πλοία και προσελκύοντας τυχοδιώκτες από κάθε γωνιά.
Στη Σάμο και τους Φούρνους, πολλά τοπωνύμια διασώζουν τη μνήμη της πειρατείας.
Ονόματα όπως το "Ληστής" και "Κλέφτες" μαρτυρούν την πειρατική δραστηριότητα.
Παράλληλα, θρύλοι μιλούν για σπηλιές όπου κρύβονταν πειρατές ή θησαυροί που δεν ανακαλύφθηκαν ποτέ.
Στους Φούρνους, η "Σπηλιά του Καπετάνιου" λέγεται ότι φιλοξενούσε τον Καρατορνούς.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, σε μια από τις πολυάριθμες σπηλιές των Φούρνων, ένας διάσημος πειρατής, γνωστός ως Καπετάν Κάβος, χρησιμοποιούσε τη σπηλιά ως κρυψώνα για τους θησαυρούς του. Ο Κάβος ήταν φόβος και τρόμος για τα πλοία της περιοχής, αλλά και προστάτης των φτωχών ντόπιων, καθώς συχνά μοιραζόταν μέρος των λαφύρων του μαζί τους.
Ο θρύλος λέει πως, όταν ο Καπετάν Κάβος πέθανε σε μάχη, το πνεύμα του έμεινε να φυλάει τη σπηλιά.
Οι ντόπιοι ισχυρίζονταν ότι τις νύχτες με πανσέληνο, μπορούσε κανείς να ακούσει το τραγούδι του ανέμου που θυμίζει τα ναυτικά τραγούδια που τραγουδούσε το πλήρωμά του. Μερικοί τολμηροί ισχυρίζονταν ότι είχαν δει φανταστικές φιγούρες γύρω από τη σπηλιά.
Ένα παλιό παραδοσιακό τραγούδι που τραγουδιόταν στα νησιά όταν γίνονταν πειρατικές επιδρομές:
«Του Πειρατή το Καράβι»
Στιχάκια:
Στων Φούρνων τα πελάγη, καράβι σκοτεινό,
ο πειρατής αρμένιζε, με θάρρος και καημό.
Παιδιά γοργά να κρύψετε, χρυσό και προσευχές,
γιατί αν έρθει η σκιά του, μονάχα συμφορές.Μα λένε πως στη Σάμο, μια νύχτα βροχερή,
τα δάκρυα ενός γέρου, αλλάξαν την τροπή.
Ο πειρατής λυπήθηκε, τα λάφυρα σκορπά,
και χάθηκε στα βάθη, στου χρόνου τα νερά.