Αν αναζητήσει κανείς την ...ιστορική αρχή των βρυκολάκων θα δεί ότι αυτή χάνεται στα βάθη των χρόνων σε θρύλους και δεισιδαιμονίες.
ο ...Έλληνας βρυκόλακας δεν έχει και πολύ σχέση με τον Βαλκάνιο δράκουλα και τα Αγγλικά Βαμπίρ.
Οι Έλληνες πίστευαν ότι οι βρικόλακες ήταν άνθρωποι που είχαν μεταμορφωθεί σε ζωντανούς-νεκρούς, είτε επειδή είχαν ζήσει έκλυτη ζωή ή γιατί φάγανε κρέας αρνιού που έχει λαβωθεί από λυκάνθρωπο, κάτι δηλαδή "πολύ λογικό" αλλά μπορεί και όχι.
Σε ότι αφορά στη Σάμο καταρχήν θα σταθούμε στην ονομασία της περιοχής Βλαμαρή, όπου σύμφωνα με τον Επ. Σταματιάδη (ΣΑΜΙΑΚΑ τόμος Δ) η κοιλάδα της Βλαμαρής ονομάστηκε έτσι απο μια γριά και την κόρη της που όταν πέθαναν βρυκολακιάσανε, πιάσανε απο ένα βουνό και φώναζαν η μια στην άλλη βίγλα μαρή, βλέπε δηλαδή.
Ο λαογράφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Πολίτης αναφέρεται στην ύπαρξη θρύλων για βρυκόλακες στο νησί της Σάμου.
Περιγράφει μάλιστα στο νησί της Σάμου, δυο περιστατικά. Το ένα αφορά στην περιοχή του Παγώνδα (Παγόντας) όπου οι κάτοικοι θεωρούσαν βέβηλο τόσο το νεκροταφείο όσο και το χώμα του, που φιλοξενεί τους νεκρούς. Για τον λόγο αυτό μια εποχή υπήρχαν πολλά βαμπίρ στον Παγόντα. Τόσα πολλά που αναγκάστηκαν οι κάτοικοι του χωριού και κάλεσαν έναν γητευτή (γητευτή). Έναν άνθρωπο δηλαδή που θεωρείται ότι κατέχει μαγικές, υπερφυσικές δυνάμεις. Ένα απο τα επαγγέλματα που χάθηκαν και έμειναν μόνο ως σειρές στο νετφλιξ.
Πίστευαν δηλαδή ότι αυτή η κατάσταση με τα πολλά βαμπίρ στο χωριό μπορούσε να αντιμετωπιστεί κάνοντας έναν μαγικό κύκλο, ή θρόνισμα (θρόνιασμα).
Ο Γητευτής λοιπόν έπιασε αμέσως δουλειά και το σχέδιο ήταν να κάνει έναν μαγικό κύκλο γύρω από το νεκροταφείο. Πήρε τρία βόδια που γεννήθηκαν από την ίδια αγελάδα και έκανε έναν κύκλο γύρω από το νεκροταφείο τρεις φορές, λέγοντας μερικές μαγικές λέξεις. Μετά από αυτό, κανείς δεν υπέστη βαμπιρισμό. Επιπλέον, πολλοί άνθρωποι ήρθαν απέναντι από την Μικρά Ασία και πήραν χώμα από το νεκροταφείο του Παγώνδα και το πήγαν στα δικά τους νεκροταφεία, για να αποφύγουν να γίνουν οι δικοί τους νεκροί βρυκόλακες. Μερικοί επισκέπτες, όπως ανα φέρει ο Πολίτης, έβαζαν το χώμα σε σακούλες και το κρέμασαν στους τοίχους των σπιτιών τους ως φυλαχτά.
Τα νεκροταφεία αποτελούν πάντα μια μακροπρόθεσμη απειλή για την κοινότητα.
Για το λόγο αυτό, βρίσκονται συνήθως έξω από οικισμούς και συχνά λαμβάνεται μέριμνα ώστε να διασφαλίζεται ότι ένα ρέμα ή πηγή βρίσκεται μεταξύ κοινότητας και νεκροταφείου.
Αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή το νερό είναι απαραίτητο για τη διψασμένη ψυχή του νεκρού (Λεκατσάς Citation1957, 115). Ωστόσο, ο κύριος σκοπός είναι το πλύσιμο των χεριών όσων συνόδευσαν τον νεκρό στο νεκροταφείο, ώστε να μην φέρουν «ρύπανση» στα σπίτια τους. Η νεκρώσιμη ακολουθία, κατά την επιστροφή της στο σπίτι του νεκρού, θα φροντίσει να διασχίσει το νερό μετά την ταφή, ώστε να σπάσει την αλυσίδα του θανάτου (Mouzakis Citation1989, 42–43).
Ένα βαμπίρ μπορεί επίσης να εξοντωθεί μεταφέροντάς το σε ένα μέρος που περιβάλλεται από νερό, το οποίο λειτουργεί ως μέσο καθαρισμού. Εδώ το νερό σχηματίζει ένα άλλο είδος μαγικού κύκλου, που εμποδίζει το βαμπίρ από το να κάνει οποιαδήποτε ενέργεια. Το νερό χρησιμεύει για τη διάσπαση της φυσικής συνοχής του εδάφους, ενώ δημιουργεί επίσης ένα εμπόδιο ενάντια στην κακόβουλη συμπεριφορά του βαμπίρ (Vakarelski Citation1960, 32). Στην Ελλάδα πιστεύεται γενικά ότι η ψυχή του νεκρού δεν μπορεί να περπατήσει πάνω στο νερό και η θέση των νεκροταφείων στην άλλη πλευρά ενός ρέματος από έναν οικισμό δείχνει ξεκάθαρα αυτή την πεποίθηση.
Χάρη σε αυτή την ποιότητα του νερού, οι βρικόλακες μεταφέρονται συχνά σε νησιά.
Ένα δεύτερο περιστατικό που αναφέρει ο Πολίτης ήταν στο Άνω Βαθύ εκεί όπου ένας Βυρκόλακας κυκλοφορούσε την περιοχή του Αγίου Αντωνίου και φυσικά τρόμαζε όσους βρισκόταν στην βρύση της περιοχής την νύχτα ή απλά πέρναγαν απο αυτό το κατα τα άλλα κεντρικό σημείο του χωριού.
Στη Σάμο πίστευαν ότι παρουσιάζονται μετά τα μεσάνυχτα μέχρι να λαλήσει ο κόκορας, αλλά βγαίνουν και ακριβώς στις 12.00 το μεσημέρι, μόνο που δεν μπορούν να απομακρυνθούν από τον τάφο τους.
Πολλές φορές οι βρυκόλακες φεύγουν από τον τόπο τους που είναι θαμμένοι και πηγαίνουν σε άλλα μακρινά μέρη, παίρνοντας τη μορφή ζωντανών ανθρώπων. Ζουν ανάμεσα στους ζωντανούς, κάνουν φίλους και συμμετέχουν στα γλέντια, αλλά δεν πίνουν ποτέ κρασί. Κάνουν και διάφορες δουλειές, ζώντας μια συνηθισμένη ζωή.
Η περισσότερο διαδεδομένη είναι «παπουτσής» ή «τσαγκάρης». Ως «παπουτσήδες» αναφέρονται συχνά στη Σαντορίνη, στη Λαμία, στη Σάμο, στην Άρτα, στη Ρόδο και στη Μάνη. Πολλές φορές ακόμη και παντρεύονται ή κάνουν παιδιά.
Ο George Horton, Αμερικανός πρόξενος στην Αθήνα το 1893, όπου προώθησε ενεργά την αναγέννηση των Ολυμπιακών Αγώνων και ενέπνευσε τη συμμετοχή της Αμερικάνικης ομάδας. Ταξίδεψε πολλές φορές, σ' ολόκληρη την –τότε– μικρή Ελλάδα και μελέτησε με πάθος τα νέα ελληνικά. Σε μικρό, μάλιστα, χρονικό διάστημα μαθαίνει, όχι μόνο να μιλά, αλλά και να γράφει. Το 1911, παράλληλα με το συγγραφικό του έργο, γίνεται Γενικός Προξένος των Η.Π.Α. στη Σμύρνη. Ασχολήθηκε με τα ήθη και έθιμα του Ελληνικού λαού αλλά αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν οι απόκρυφες ιστορίες από τα νησιά της Μεσογείου.
Στο βιβλίο Νησιά της Ελλάδας - Σπίτι των Νυμφών και των Βρυκολάκων, ο Horton καταγράφει την ιστορία ενός «βρυκόλακα», ο οποίος, όταν ήταν άνθρωπος, έφθασε σε ένα προχωρημένο στάδιο της ηλικίας του και πέθανε. Μετά από κάμποσο καιρό βγήκε από τον τάφο του, περιπλανήθηκε τη νύχτα για δύο εβδομάδες και στο τέλος έφυγε από το νησί που τον είχαν θάψει. Στον νέο του τόπο, ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά. Κάθε βδομάδα, από την νύχτα της Παρασκευής μέχρι την Κυριακή, επέστρεφε στο πρώτο του νησί.
Η νέα του σύζυγος, άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, όχι μόνο λόγω των απουσιών του Σαββατοκύριακου, αλλά και επειδή διαπίστωσε ότι του άρεσε, ολοένα και πιο έντονα, το άψητο κρέας των ζώων αντί των κανονικών μαγειρευμένων γευμάτων. Στη διήγηση, γίνεται παράλληλα, κάποιος λόγος και για τα περίεργα χαρακτηριστικά των παιδιών του όπου ο κόσμος άρχιζε να τα κοιτά με καχυποψία. Τα πάντα, όμως, αποκαλύφθηκαν από τον αδερφό του βρυκόλακα, ο οποίος τυχαία επισκέφτηκε το γειτονικό νησί, τον είδε, τον αναγνώρισε και σοκαρίστηκε αφού, φυσικά, ήξερε ότι ο αδελφός του είχε πεθάνει προ πολλού.
Το νησάκι Λειψοί, ανάμεσα στην Πάτμο και στη Λέρο, ήταν γνωστό ως το «Νησί των Νεκρών» κι όποιος έβγαινε πάνω του δεν ξανάφευγε ποτέ. Στην ίδια περιοχή, το Φαρμακονήσι ήταν τρομερός τόπος κατοικίας βρυκολάκων.
Επίσης, τα νησάκια Νεκρό και Νεκροθήκες στην Κάλυμνο. Το νησάκι Δαιμονόπετρα της Ικαρίας, και το φοβερό Διαβολολίμανο ( Σεϊτάνι) της Σάμου.
Ονομασίες βρυκολάκων ανά την Ελλάδα
Ο ... Ελληνικός Βρυκόλακας είχε πολλά και διαφορετικά ονόματα από μέρος σε μέρος: Βρικόακας στη Σαμοθράκη, Βροκόλασκας στη Μήλο και στη Νάξο, Ζούλακας στη Θήβα, Βρυκολάκιστην Αμοργό, Βίλις στις Σέρρες, Βρουκόακας στη Σάμο, Βορκόλακας στην Κύθνο και στην Τήλο, Βουρκόλακας στην Λέσβο, Κάρπαθο, Κρήτη, Μήλο και Κύθηρα, Βουρβούλακας στην Άνδρο και στην Κω, Βαρθάκαλας στη Νίσυρο και στη Σήμη, Βουρβουλακίνα στην Χίο, Κατράμης στον Έβρο, Βελιγκέκας στα Ιωάννινα, Καταχανάς στην Κρήτη… Κι ονόματα άλλα που δεν έχουν τέλος: Βάρθακας, Βυρκόλασκας, Βουλκούλακας, Βρυόλακας, Βρύλακας, Βαρβάλακχας, Βούρλοκας, Βούρδουλας, Βρικουλάκιας, Βουρκσόλακας, κλπ, κλπ. Ακόμη, τον συναντά κανείς σε όλη την Ελλάδα και με τα ονόματα: Λάμπασμα, Λάμια, Φάντακας, Στημένος, Κατσικάς, Βραχνάς, Κατραχανάς, Καταχθόνιος, Γούστρελλος, Ντουσμάνης, Καλαμπάουρας, Καραμπουσμπούκης.
Πηγή: “Παράξενη Ελλάδα” / Παντελής Γιαννουλάκης: συγγραφέας ερευνητής κι εκδότης του παράξενου περιοδικού strange
George Horton Νησιά της Ελλάδας - Σπίτι των Νυμφών και των Βρυκολάκων
Νικόλαος Πολίτης ΜΕΛΕΤΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
Επαμεινώνδας Σταματιάδης "ΣΑΜΙΑΚΑ"